ελεφαντόδετος

ελεφαντόδετος
-η, -ο
ο δεμένος ή στολισμένος με ελεφαντόδοντο, ελεφαντοστόλιστος, ελεφαντοκόλλητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ελεφαντόδετος — η, ο (ΑΜ ἐλεφαντόδετος, ον) ο δεμένος ή στολισμένος με ελεφαντόδοντο …   Dictionary of Greek

  • ἐλεφαντόδετον — ἐλεφαντόδετος inlaid with ivory masc/fem acc sg ἐλεφαντόδετος inlaid with ivory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεφαντοδέτων — ἐλεφαντόδετος inlaid with ivory masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεφαντοκόλλητος, -η -ο — ελεφαντοκόλλητος, η, ο ο ποικιλμένος με ελεφαντόδοντο, ελεφαντόδετος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεφαντοστόλιστος — η, ο ο ελεφαντόδετος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”